- ξαναγύρισμα
- το, -ατοςη πράξη και το αποτέλεσμα του ξαναγυρίζω, η επιστροφή, το αναποδογύρισμα: Το ξαναγύρισμα στα παλιά δεν είναι εύκολο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξαναγύρισμα — το [ξαναγυρίζω] 1. το να ξαναδίνει κάποιος ένα αντικείμενο σε αυτόν που τού ανήκει, επιστροφή 2. επανάκαμψη, επάνοδος 3. επανατοποθέτηση ανάποδα 4. γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας για άλλη μια φορά … Dictionary of Greek
ανακυκλισμός — ἀνακυκλισμός, ο (Α) συμπλήρωση κύκλου, ξαναγύρισμα … Dictionary of Greek
υποστροφή — η / ὑποστροφή, ΝΜΑ [υποστρέφω] 1. η προς τα πίσω στροφή, πισωγύρισμα, ξαναγύρισμα 2. επιστροφή για αντεπίθεση, επαναστροφή 3. (σχετικά με νόσο) επανεμφάνιση, υποτροπή, υποτροπιασμός νεοελλ. 1. αλλαγή τής πορείας ιστιοφόρου πλοίου με στροφή τής… … Dictionary of Greek
αναβίωση — η ξαναγύρισμα στη ζωή, αναγέννηση: Τη ζωή, ύστερα από τη βαριά αρρώστια που είχε περάσει, την ένιωθε σαν μια αναβίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επάνοδος — η 1. επιστροφή, γυρισμός, ξαναγύρισμα. 2. σχήμα λόγου όπου οι λέξεις μιας πρότασης επαναλαμβάνονται στην επόμενη με αντίστροφη σειρά: Ψάλλει ο κύκνος· ο κύκνος απ αλάργα ψάλλει (Γ. Βιζυηνός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαναστροφή — η 1. επιστροφή, ξαναγύρισμα, γυρισμός, ξαναρχομός. 2. (φιλοσ.), ανακύκλωση, παλιγγενεσία. 3. (ιατρ.), η κατάσταση ιστού ή οργάνου που ξαναγυρίζει σε προηγούμενα στάδια της εξέλιξής του. 4. (χημ.), το φαινόμενο της σύμπτυξης απλών σακχάρων σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιστροφή — η 1. το να δίνεται κάτι πίσω, γύρισμα: Επιστροφή των δανεικών. 2. η επάνοδος σε κάποιο τόπο, ο γυρισμός, το ξαναγύρισμα: Η επιστροφή του ξενιτεμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)